Ιστορικά Στοιχεία
Η Λήμνος στην αρχαιότητα
Οι Πελασγοί
Τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο οι Πελασγοί, όπως επίσης στην Ίμβρο και στη Σαμοθράκη. Ήρθαν διωγμένοι από την Αττική και εκτόπισαν τους Μινύες, οι οποίοι διαφέντευαν ως τότε το νησί. Ο Ηρόδοτος τους αποκαλεί Τυρρηνούς και θεωρεί πως είχαν κοινή καταγωγή με τους Ετρούσκους από τη Λυδία της Μικρασίας. Είχαν όμως μεγάλη πολιτισμική συγγένεια με τους Έλληνες, από τους οποίους δέχτηκαν πολλές επιρροές στην τέχνη και στη θρησκεία. Είχαν πρωτεύουσα την Ηφαιστία, αλλά ζούσαν σε όλο το νησί. Στο κάστρο της Μύρινας σώζεται τμήμα του τείχους το οποίο έχτισαν.
Για να εκδικηθούν τους Αθηναίους, οι οποίοι τους έδιωξαν από την Αττική, έκαναν επιδρομή στη Βραυρώνα κατά την εορτή της θεάς Άρτεμης και άρπαξαν μεγάλο αριθμό γυναικών και παρθένων, τις οποίες μετέφεραν στη Λήμνο ως ερωμένες. Όμως, οι Αθηναίες μεγάλωσαν τα παιδιά που έκαναν σύμφωνα με τις αθηναϊκές παραδόσεις. Φοβισμένοι οι Πελασγοί εξόντωσαν τα παιδιά και τις μητέρες τους. Από την ειδεχθή αυτή πράξη προήλθε η παροιμιώδης έκφραση "Λήμνια κακά".
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τον οποίο έχουμε την αφήγηση του μύθου, εξαιτίας της άγριας αυτής δολοφονίας επήλθαν μεγάλες συμφορές. Οι γυναίκες τους δεν γεννούσαν πλέον, η γη δεν κάρπιζε και τα ζώα έμεναν στέρφα. Προ του κινδύνου κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, το οποίο τους συμβούλεψε να υπακούσουν σε ότι τους προστάξουν οι Αθηναίοι. Εκείνοι τους ζήτησαν να παραδώσουν το νησί, αλλά οι Πελασγοί με πονηρία απάντησαν, ότι θα το πράξουν μόνο εφόσον οι Αθηναίοι πλεύσουν από αθηναϊκό έδαφος στη Λήμνο αυθημερόν, ταξιδεύοντας με βόρειο άνεμο.
Το κατόρθωμα αυτό, που φάνταζε αδύνατο, πραγματοποίησε το 499 ο Μιλτιάδης του Κίμωνος εκκινώντας από την Ελαιούντα, αθηναϊκή αποικία που βρισκόταν στην θρακική ακτή. Φθάνοντας στη Λήμνο απαίτησε την παράδοση του νησιού σύμφωνα με τον παλαιό χρησμό. Ο τύραννος της Ηφαιστίας Ερμών παρέδωσε την πόλη, όμως οι Μυριναίοι αρνήθηκαν και παραδόθηκαν μόνον έπειτα από πολιορκία.
Οι Πελασγοί ήταν εξαίρετοι ναυτικοί και σε αυτούς αποδίδεται ο εξοπλισμός των πολεμικών πλοίων με έμβολο. Επίσης, ήταν μεταλλουργοί και διακρίθηκαν στο εμπόριο και στις τέχνες. Από τον 8ο αιώνα εγκαθίστανται στην Ηφαιστία, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη έχει βρει το νεκροταφείο τους και δυο μεγάλα και πλούσια Ιερά αφιερωμένα στη Μεγάλη θεά Λήμνο και στους Κάβειρους, γιους του Ήφαιστου. Σε αυτά βρέθηκαν εξαιρετικής τεχνοτροπίας ειδώλια, όπως σφίγγες, σειρήνες κ.ά.
Οι Πελασγοί τιμούσαν τις θεότητες των Καβείρων σε ένα ιερό που είχαν ανεγείρει στη θέση Χλόη, ΒΑ της Ηφαιστίας. Οι εκτεταμένες ανασκαφές που έγιναν εκεί τη δεκαετία του ’30 αποκάλυψαν ένα ναό μεγάλων διαστάσεων της ελληνιστικής περιόδου. Η είσοδός του είναι από τα ανατολικά και το άδυτο στα δυτικά. Σώζονται οι ογκώδεις πολυγωνικοί κίονες της εισόδου. Στα ΝΑ του ιερού αυτού βρέθηκε ένα μικρότερων διαστάσεων ρωμαϊκό ιερό, διαφορετικού προσανατολισμού, κάτω από το οποίο το 1988 ανακαλύφθηκε το αρχαϊκό ιερό των Πελασγών.
Αντίθετα, στον τεράστιο αρχαιολογικό χώρο της Ηφαιστίας έχουν πραγματοποιηθεί περιορισμένες ανασκαφές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία τόσο για τη δράση των Πελασγών στη Λήμνο, όσο και για την περίοδο που μεσολαβεί από την ύστερη χαλκοκρατία (12ος αιώνας π.Χ.) ως τα τέλη της γεωμετρικής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.), η οποία είναι η κρίσιμη περίοδος που οι Πελασγοί διαδέχονται τους Μινύες.
Οι Πελασγοί κυριάρχησαν στη Λήμνο για πολλούς αιώνες, ως το 511, οπότε ηττήθηκαν από τον στρατηγό των Περσών Οτάνη, έπειτα από γενναία αντίσταση. Οι Πέρσες λεηλάτησαν το νησί κι επέβαλαν ως ηγεμόνα τον Λυκάρητο. Το 499 κατέλαβαν τη Λήμνο οι Αθηναίοι με το Μιλτιάδη, όπως ήδη περιγράψαμε, αλλά το 494 την ανακατέλαβαν οι Πέρσες, που την κράτησαν ως το 479. Αυτοί έκαναν λιμενικά έργα στην Ηφαιστία και στο Καβείριο κι εγκαθιστούν Έλληνες φιλικά προσκείμενους σ’ αυτούς. Μάλιστα, στη Λήμνο απεβίωσε μετά τη μάχη του Μαραθώνα ο πρώην τύραννος της Αθήνας και συνεργάτης των Περσών, Ιππίας, άρρωστος και τυφλός.
Στους περσικούς πολέμους οι Λημνιοί υποχρεώθηκαν να συνδράμουν το περσικό ναυτικό, αλλά κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου ο Λήμνιος Αντίδωρος με το πλοίο του αυτομόλησε προς τους Έλληνες, με τους οποίους, προφανώς, αισθανόταν ομόφυλος και συμμετείχε με τον ελληνικό στόλο στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Οι Πελασγοί της Λήμνου έγραφαν τη γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, αιολικού τύπου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές της διάσημης Στήλης των Καμινίων, αλλά και από θραύσματα επιγραφών της Ηφαιστίας. Οι επιγραφές αυτές αποτελούν τα μοναδικά γραπτά μνημεία των Πελασγών, γεγονός που τις κάνει πολύ σημαντικές.
Η χρήση του αιολικού αλφαβήτου, προδίδει τη συγγένεια που είχαν με τα ελληνικά φύλα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές στις επιγραφές περιέχονται λέξεις με ρίζες που ανάγονται στην αρχέγονη ελληνική γλώσσα. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η γλώσσα τους είναι συγγενής με την ετρουσκική.
Αθηναϊκή περίοδος
Μετά από τους περσικούς πολέμους η Λήμνος πέρασε στην εξουσία των Αθηναίων, οι οποίοι έδιωξαν την περσική φρουρά κι εγκατέστησαν τους πρώτους εποίκους. Ορισμένοι ντόπιοι έφυγαν, κυρίως Μυριναίοι, ενώ οι Ηφαιστιείς στην πλειοψηφία τους αποδέχθηκαν την αθηναϊκή κυριαρχία. Το 477 το νησί έγινε μέλος της δηλιακής συμμαχίας και συμμετείχε στα έξοδα συντήρησης του συμμαχικού στόλου.
Από τα μέσα του 5ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο πλήθος Αθηναίων κληρούχων καθώς και αθηναϊκή φρουρά. Οι κληρούχοι προέρχονταν κυρίως από τις πιο φτωχές τάξεις -ήταν θήτες ή ζευγίτες- και διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Τους δόθηκαν αγροτικές εκτάσεις στο νησί, τις οποίες εκμεταλλεύονταν και παράλληλα είχαν υπό τον έλεγχό τους τον ντόπιο πληθυσμό, που περιέπεσε σε καθεστώς υποτέλειας.
Συγκρότησαν δύο δήμους, της Μύρινας και της Ηφαιστίας, γι’ αυτό η Λήμνος συχνά αποκαλούνταν Δίπολις. Οι δήμοι των κληρούχων είχαν διοικητική αυτονομία από την Αθήνα και κυκλοφόρησαν δικά τους νομίσματα από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ως τον 1ο αιώνα μ.Χ. Όμως, ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη μητρόπολη. Με χρήματα των κληρούχων φτιάχτηκε το άγαλμα της Αθηνάς Λημνίας, το οποίο στήθηκε στην Ακρόπολη γύρω στο 450. Επίσης, συμμετείχαν με τους Αθηναίους σε πολλές μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου, με αποτέλεσμα το 405, έπειτα από την ήττα των τελευταίων στους Αιγός Ποταμούς, να εκδιωχθούν από τη Λήμνο καθώς περιήλθε στην κυριαρχία των Σπαρτιατών. Επέστρεψαν το 386, με την Ανταλκίδειο ειρήνη.
Οι παλαιοί κάτοικοι της Λήμνου σταδιακά συγχωνεύθηκαν με τους Αθηναίους δείγμα της φυλετικής τους συγγένειας. Από τον 4ο αιώνα υπήρχαν στο νησί: Βουλή, Συνέλευση και γενικά πολιτικοί θεσμοί ανάλογοι με εκείνους της μητρόπολης Αθήνας. Αναφέρονται τα δημόσια αξιώματα του επιμελητή, του ιππάρχου και του στρατηγού, οι οποίοι στέλνονταν από την Αθήνα. Επιμελητές υπήρχαν και στους δύο δήμους με αρμοδιότητα την παρακολούθηση των εμπορικών συναλλαγών. Οι ίππαρχοι, επίσης ένας σε κάθε δήμο, ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση σώματος ιππέων, για την άμυνα της νήσου και για την περιφρούρηση της τάξης και της αρμονικής συμβίωσης των δύο δήμων. Ο στρατηγός περιφρουρούσε την αθηναϊκή ηγεμονία στη Λήμνο και μάλλον δεν είχε τακτική θητεία, αλλά στελνόταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις.
Η αθηναϊκή επικυριαρχία στη Λήμνο, αν και με το πέρασμα των αιώνων μειωνόταν, εξακολούθησε να διατηρείται μέχρι το τέλος του κλασικού κόσμου. Ο Στράβων αναφέρει ότι η Λήμνος θεωρείτο προσκείμενη της χερσαίας Ελλάδας και όχι της Μικρασίας ως την ύστερη ρωμαϊκή εποχή.
Αρκετοί λόγιοι και καλλιτέχνες αναδείχθηκαν από τη Λήμνο κατά την αθηναϊκή περίοδο του νησιού. Τον 5ο αιώνα εμφανίζεται ο σοφιστής Αντίλοχος, ο οποίος φιλονικούσε με το Σωκράτη. Ο Απολλόδωρος υπήρξε συγγραφέας γεωπονικού έργου, το οποίο συνιστούσε ο Αριστοτέλης. Ο Γλαύκος αναφέρεται από τον Πολύβιο ως μέγας ανδριαντοποιός και εφευρέτης της κόλλησης του σιδήρου.
Ο σπουδαίος γλύπτης Αλκαμένης υπήρξε μαθητής του Φειδία και ήκμασε την περίοδο 440-430. Όπως μας παραδίδεται, κυρίως από τον περιηγητή Παυσανία, άφησε σπουδαία έργα, όπως: το δυτικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, αγάλματα του Άρη, χρυσελεφάντινο του Διονύσου και τρία της Εκάτης στην Αθήνα, του Ασκληπιού στη Μαντινεία, του Ηφαίστου, σύμπλεγμα Πρόκνης και Ίτυος στην Ακρόπολη, σύμπλεγμα Ηρακλή και Αθηνάς, χάλκινο του Πεντάθλου και την περίφημη "Αφροδίτη εν Κήποις"». Ο Αλκαμένης γνώρισε μέγιστες τιμές και αναγνωριζόταν ως ο δεύτερος σε αξία γλύπτης της αρχαιότητας έπειτα από το Φειδία.
Ελληνιστική περίοδος
Κατά τους 4ο και 3ο αιώνες το νησί δέχτηκε δεκάδες επιδρομείς. Το 356 λεηλατείται από στόλο Ροδίων, Χίων και Βυζαντίων. Το 351 καταλαμβάνεται και από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β΄, οι οποίοι αιχμαλώτισαν και κληρούχους, αλλά το 346 επιστρέφεται στους Αθηναίους.
Το 318 καταλαμβάνεται από τον Κάσσανδρο και το 315 από τον Αντίγονο Α΄ Μονόφθαλμο, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Λημνίους. Ακολουθεί ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο οποίος, στην αποτυχημένη προσπάθεια του να ανακτήσει τη Λήμνο για λογαριασμό των Αθηναίων, τη λεηλατεί.
Στη συνέχεια, την καταλαμβάνουν διαδοχικά οι Αθηναίοι (301), οι Μακεδόνες (294), ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος (285), ο οποίος κυβέρνησε τυραννικά και ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ της Συρίας (281) τον οποίο, όπως και το διάδοχό του Αντίοχο Α΄, οι Λήμνιοι υποδέχθηκαν με ανακούφιση και ανήγειραν ναούς προς τιμήν τους.
Από το 266 οι Μακεδόνες υπό τον Αντίγονο Γονατά κυριαρχούν το νησί και το διατηρούν ως την ήττα του Φιλίππου Ε΄ από τους Ρωμαίους στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί, το 197. Ενδιάμεσα, ίσως επενέβησαν οι Πτολεμαίοι Φιλάδελφος και Ευεργέτης της Αιγύπτου και άλλοι τινές σύμμαχοι των Αθηναίων, οι οποίοι ανακτούν προσωρινά το νησί γύρω στο 229. Επίσης, το 209 το λεηλάτησε ο στόλος του Ρωμαίου Πόπλιου Σουλπίκιου Γάλβα και του Αττάλου Α΄ της Περγάμου.
Ρωμαϊκή περίοδος
Το 196 οι Ρωμαίοι κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο και κηρύσσουν τη Λήμνο ελεύθερη να εφαρμόζει τους δικούς της νόμους, αλλά με την υποχρέωση να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Το 188 την παραχωρούν πάλι στους Μακεδόνες. Τελικά, το 166 παραχωρούν τη διοίκησή της στους Αθηναίους, η οποία διαρκεί ως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Σεπτίμος Σεβήρος την κηρύσσει αυτοδιοίκητη.
Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Λήμνος γνώρισε μια περίοδο ηρεμίας και πολιτιστικής ανόδου, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της οικογένειας των σοφιστών, ρητόρων και διδασκάλων Φιλοστράτων κατά τους 2ο και 3ο αιώνες μ.Χ. Πρώτος ήταν ο σοφιστής Φιλόστρατος του Βήρου, ο οποίος έδρασε στην Αθήνα κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. κι άφησε πλήθος συγγραμμάτων, εκ των οποίων διασώθηκε μόνο ο διάλογος Νέρων.
Ο γιός του, Φλάβιος Φιλόστρατος, επίσης σοφιστής, δίδαξε στην Αθήνα και στη Ρώμη, όπου διετέλεσε παιδαγωγός των τέκνων του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (193-211). Σπουδαιότερα έργα του ήταν: Βίοι σοφιστών, Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον και Γυμναστικός.
Ανιψιός του προηγουμένου ήταν ο σοφιστής Φιλόστρατος του Νερβιανού, ο οποίος δίδαξε στην Αθήνα, υπήρξε ευνοούμενος του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) και πέθανε στη Λήμνο, όπου έζησε τα τελευταία έτη του βίου του. Σημαντικότερο έργο του οι Εικόνες, ενώ μια σειρά από πολλά άλλα αποδίδονται είτε σε αυτόν είτε στον πρόγονό του Φιλόστρατο του Βήρου.
Τέτοια είναι τα έργα: Ηρωικός, Λιθογνωμικόν, Περί τραγωδίας, Ρητορικαί αφορμαί, Ζητούμενα παρά τοις ρήτορσι, Περί του ονόματος, Πρωτεύς, Θεατής καθώς και 43 τραγωδίες, 14 κωμωδίες, 4 Λόγοι Ελευσινιακοί, πλήθος πανηγυρικών λόγων κλπ.
Τέλος, συγγραφέας υπήρξε κι ο εγγονός του, Φιλόστρατος, ο οποίος προσπάθησε να μιμηθεί τον πάππο του, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Τη χαριστική βολή στην κλασσική Λήμνο φαίνεται πως έδωσαν οι βαρβαρικές ορδές των Γότθων και των Ερούλων, οι οποίοι λεηλάτησαν το νησί το 268 μ.Χ.